Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατωφαγάς: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(20)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατωφαγᾱς, -οῡ και -ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] λαίμαργου πτηνού με το [[κεφάλι]] [[συνεχώς]] [[προς]] τα [[κάτω]] για να βρίσκει σπόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[φαγᾶς]].
|mltxt=κατωφαγᾱς, -οῡ και -ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] λαίμαργου πτηνού με το [[κεφάλι]] [[συνεχώς]] [[προς]] τα [[κάτω]] για να βρίσκει σπόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> [[φαγᾶς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατωφᾰγάς:''' -οῦ ή -ᾶ, ὁ ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει με το [[κεφάλι]] προς το [[έδαφος]], [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]], [[αχόρταγος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Greek Monolingual

κατωφαγᾱς, -οῡ και -ᾱ και καταφαγᾱς, ὁ (Α)
ονομασία λαίμαργου πτηνού με το κεφάλι συνεχώς προς τα κάτω για να βρίσκει σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φαγᾶς.

Greek Monotonic

κατωφᾰγάς: -οῦ ή -ᾶ, ὁ (φαγεῖν), αυτός που τρώει με το κεφάλι προς το έδαφος, αδηφάγος, λαίμαργος, αχόρταγος, σε Αριστοφ.