κελευσμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελευσμοσύνη]], ἡ (Α)<br />ιων. τ. του [[κέλευσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κελευσμός]]. | |mltxt=[[κελευσμοσύνη]], ἡ (Α)<br />ιων. τ. του [[κέλευσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κελευσμός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελευσμοσύνη:''' ἡ, Ιων. αντί [[κέλευσμα]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.
German (Pape)
[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.
Greek (Liddell-Scott)
κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.
Greek Monolingual
κελευσμοσύνη, ἡ (Α)
ιων. τ. του κέλευσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός.
Greek Monotonic
κελευσμοσύνη: ἡ, Ιων. αντί κέλευσμα, σε Ηρόδ.