κεραυνομάχης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεραυνομάχης]], -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)<br />αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντο</i>-<i>μάχης</i>, <i>οπλο</i>-<i>μάχης</i>].
|mltxt=[[κεραυνομάχης]], -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)<br />αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντο</i>-<i>μάχης</i>, <i>οπλο</i>-<i>μάχης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνομάχης:''' ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνομάχης Medium diacritics: κεραυνομάχης Low diacritics: κεραυνομάχης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΜΑΧΗΣ
Transliteration A: keraunomáchēs Transliteration B: keraunomachēs Transliteration C: keravnomachis Beta Code: keraunoma/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -χᾱς, ὁ,

   A fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.

Greek Monolingual

κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο-μάχης, οπλο-μάχης].

Greek Monotonic

κεραυνομάχης: ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.