κεφαλιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον κατ' [[άτομο]] υπολογισμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεφαλιάτικο</i><br />ο [[κεφαλικός]] [[φόρος]], το [[χαράτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανοιξιάτικος]], <i>μην</i>-<i>ιάτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον κατ' [[άτομο]] υπολογισμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κεφαλιάτικο</i><br />ο [[κεφαλικός]] [[φόρος]], το [[χαράτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. [[ανοιξιάτικος]], <i>μην</i>-<i>ιάτικος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στον κατ' άτομο υπολογισμό
2. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλιάτικο
ο κεφαλικός φόρος, το χαράτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. ανοιξιάτικος, μην-ιάτικος)].