κιτών: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(20)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιτών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br />δωρ. τ. του [[χιτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιτών]] με [[απώλεια]] της δασύτητας].
|mltxt=[[κιτών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br />δωρ. τ. του [[χιτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιτών]] με [[απώλεια]] της δασύτητας].
}}
{{elru
|elrutext='''κῐτών:''' ῶνος ὁ дор. = [[χιτών]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐτών Medium diacritics: κιτών Low diacritics: κιτών Capitals: ΚΙΤΩΝ
Transliteration A: kitṓn Transliteration B: kitōn Transliteration C: kiton Beta Code: kitw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, Dor. (esp. Sicil.) for χιτών, Sophr.35; also POxy. 1269.30(ii A.D.), etc.:—Dim. κιτώνιον, τό, PTeb.406.14(iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1443] ῶνος, ὁ, ion. u. dor. = χιτών.

Greek (Liddell-Scott)

κῐτών: -ῶνος, ὁ, Δωρ. (ἰδίως Σικελ.) ἀντὶ τοῦ χιτών, Koen Γρηγ. σ. 341.

Greek Monolingual

κιτών, -ῶνος, ὁ (Α)
δωρ. τ. του χιτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών με απώλεια της δασύτητας].

Russian (Dvoretsky)

κῐτών: ῶνος ὁ дор. = χιτών.