κληδόνισμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
(20) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κληδόνισμα]], τὸ (Α) [[κληδονίζω]]<br />μαντικό [[σημείο]], [[οιωνός]] («ὑπὸ πονηρῷ τῷ πρώτῳ καὶ δυσφήμῳ κληδονίσματι», <b>Λουκιαν.</b>). | |mltxt=[[κληδόνισμα]], τὸ (Α) [[κληδονίζω]]<br />μαντικό [[σημείο]], [[οιωνός]] («ὑπὸ πονηρῷ τῷ πρώτῳ καὶ δυσφήμῳ κληδονίσματι», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κληδόνισμα -τος, τό [κληδονίζω: voorspellen] voorteken. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A sign, omen, Luc. Pseudol.17.
German (Pape)
[Seite 1450] τό, Vorbedeutung, Vorzeichen, Luc. Pseudol. 17.
Greek (Liddell-Scott)
κληδόνισμα: τό, σημεῖον ἢ οἰωνός, Λουκ. Ψευδολ. 17.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
présage.
Étymologie: κληδών.
Greek Monolingual
κληδόνισμα, τὸ (Α) κληδονίζω
μαντικό σημείο, οιωνός («ὑπὸ πονηρῷ τῷ πρώτῳ καὶ δυσφήμῳ κληδονίσματι», Λουκιαν.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληδόνισμα -τος, τό [κληδονίζω: voorspellen] voorteken.