κλισίηνδε: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλισίηνδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στην [[καλύβα]] ή [[προς]] αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ' [[ἴομεν]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτ. εν. <i>κλισίην</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i>, δηλωτική της [[προς]] τόπον κινήσεως]. | |mltxt=[[κλισίηνδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> στην [[καλύβα]] ή [[προς]] αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ' [[ἴομεν]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτ. εν. <i>κλισίην</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i>, δηλωτική της [[προς]] τόπον κινήσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλῐσίηνδε:''' επίρρ., μέσα σε ή προς την [[καλύβα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A into or to the hut, ib.185.
German (Pape)
[Seite 1455] nach der Hütte, dem Zelte hin, ll. 1, 185 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κλῐσίηνδε: Ἐπίρρ. εἰς ἢ πρὸς τὴν καλύβην, Ἰλ. Α. 185· πρβλ. κλισία Ι.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers la tente.
Étymologie: κλισίη, -δε.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κλισίηνδε (Α)
επίρρ. στην καλύβα ή προς αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ' ἴομεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. κλισίην + επιρρμ. κατάλ. -δε, δηλωτική της προς τόπον κινήσεως].
Greek Monotonic
κλῐσίηνδε: επίρρ., μέσα σε ή προς την καλύβα, σε Ομήρ. Ιλ.