κοιλόκυρτος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει τη μία όψη [[κοίλη]] και την [[άλλη]] κυρτή («[[κοιλόκυρτος]] [[φακός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[κυρτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>κυρτος</i>, <i>επιπεδό</i>-<i>κυρτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει τη μία όψη [[κοίλη]] και την [[άλλη]] κυρτή («[[κοιλόκυρτος]] [[φακός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[κυρτός]] ([[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>κυρτος</i>, <i>επιπεδό</i>-<i>κυρτος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει τη μία όψη κοίλη και την άλλη κυρτή («κοιλόκυρτος φακός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + κυρτός (πρβλ. αμφί-κυρτος, επιπεδό-κυρτος)].