κολπορραφία: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] που συνίσταται σε [[συρραφή]] του κολπικού τοιχώματος, [[συχνά]] στο [[πλαίσιο]] της εγχείρησης για [[πρόπτωση]] της μήτρας ή [[κολποκήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>colporrhaphy</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colpo</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>rrhaphy</i> (<span style="color: red;"><</span> γαλλ. -<i>rraphie</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρραφία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρραφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]])].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b> [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] που συνίσταται σε [[συρραφή]] του κολπικού τοιχώματος, [[συχνά]] στο [[πλαίσιο]] της εγχείρησης για [[πρόπτωση]] της μήτρας ή [[κολποκήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>colporrhaphy</i> <span style="color: red;"><</span> <i>colpo</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>rrhaphy</i> (<span style="color: red;"><</span> γαλλ. -<i>rraphie</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρραφία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρραφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται σε συρραφή του κολπικού τοιχώματος, συχνά στο πλαίσιο της εγχείρησης για πρόπτωση της μήτρας ή κολποκήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colporrhaphy < colpo- (< κόλπος) + -rrhaphy (< γαλλ. -rraphie < -ρραφία < -ρραφος < ράπτω)].