κομμώτρια: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κομμώτρια]])<br /><b>βλ.</b> [[κομμωτής]].
|mltxt=η (AM [[κομμώτρια]])<br /><b>βλ.</b> [[κομμωτής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομμώτρια:''' ἡ, θηλ. του [[κομμωτής]], [[καλλωπίστρια]], η [[υπηρέτρια]] που ήταν υπεύθυνη για το [[χτένισμα]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμώτρια Medium diacritics: κομμώτρια Low diacritics: κομμώτρια Capitals: ΚΟΜΜΩΤΡΙΑ
Transliteration A: kommṓtria Transliteration B: kommōtria Transliteration C: kommotria Beta Code: kommw/tria

English (LSJ)

ἡ, fem. of κομμωτής,

   A dresser, tirewoman, Ar.Ec.737, Pl.R.373c, Jul. Caes.335b.

German (Pape)

[Seite 1479] ἡ, fem. zu κομμωτής, die Schmückerinn, das Kammermädchen, welches die Herrinn schmücken u. putzen muß, Ar. Eccl. 737, Plat. Rep. II, 373 c; nach Moeris der attische Ausdruck für das hellenistische ἐμπλέκτρια; vgl. Jacobs zur Anth. 2, 3 p. 62.

Greek (Liddell-Scott)

κομμώτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κομμωτής, ἡ καλλωπίστρια, ἡ ἐπὶ τοῦ κτενίσματος ὑπηρέτρια, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737, Πλάτ. Πολ. 373C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme de chambre.
Étymologie: κομμόω.

Greek Monolingual

η (AM κομμώτρια)
βλ. κομμωτής.

Greek Monotonic

κομμώτρια: ἡ, θηλ. του κομμωτής, καλλωπίστρια, η υπηρέτρια που ήταν υπεύθυνη για το χτένισμα, σε Αριστοφ., Πλάτ.