κοσμογονία: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[κοσμογονία]])<br />η [[δημιουργία]] του κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλάδος]] της αστρονομίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] της δημιουργίας τών ουράνιων σωμάτων [[χωριστά]] του καθενός ή σε ομάδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Κοσμογονία</i> [[τίτλος]] έργου του Παρμενίδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοσμογόνος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της αστρονομίας [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cosmogony</i>].
|mltxt=η (ΑM [[κοσμογονία]])<br />η [[δημιουργία]] του κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλάδος]] της αστρονομίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] της δημιουργίας τών ουράνιων σωμάτων [[χωριστά]] του καθενός ή σε ομάδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Κοσμογονία</i> [[τίτλος]] έργου του Παρμενίδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοσμογόνος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της αστρονομίας [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cosmogony</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμογονία:''' ἡ происхождение мира (название сочинения Парменида) Plut.
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμογονία Medium diacritics: κοσμογονία Low diacritics: κοσμογονία Capitals: ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: kosmogonía Transliteration B: kosmogonia Transliteration C: kosmogonia Beta Code: kosmogoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A creation or origin of the world, Cleom.1.1; applied to the poem of Parmenides, Plu.2.756 f.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμογονία: ἡ, ἡ δημιουργία, ἡ γένεσις τοῦ κόσμου, Κλήμ. Ἀλ. 564· ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Παρμενίδου, Πλούτ. 2. 756Ε· ― ὁ τύπος κοσμογένεια ἀπαντᾷ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 810, Ὠριγέν. 1. 360D., κ. ἀλλ.· -γενία παρὰ Θεοδωρήτ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cosmogonie, création du monde.
Étymologie: κόσμος, γίγνομαι.

Greek Monolingual

η (ΑM κοσμογονία)
η δημιουργία του κόσμου
νεοελλ.
κλάδος της αστρονομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της δημιουργίας τών ουράνιων σωμάτων χωριστά του καθενός ή σε ομάδες
αρχ.
ως κύριο όν. Κοσμογονία τίτλος έργου του Παρμενίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμογόνος. Η λ. ως επιστημον. όρος της αστρονομίας είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cosmogony].

Russian (Dvoretsky)

κοσμογονία: ἡ происхождение мира (название сочинения Парменида) Plut.