κοῦρμι: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(21)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοῦρμι''': τό, [[εἶδος]] ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.˙ [[ὡσαύτως]] [[κόρμα]], Ἀθήν. 152C˙ ― πρβλ. [[ζῦθος]].
|lstext='''κοῦρμι''': τό, [[εἶδος]] ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.· [[ὡσαύτως]] [[κόρμα]], Ἀθήν. 152C· ― πρβλ. [[ζῦθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κοῡρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]].
|mltxt=κοῡρμι, τὸ (Α)<br />[[είδος]] ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κόρμα]]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοῦρμι Medium diacritics: κοῦρμι Low diacritics: κούρμι Capitals: ΚΟΥΡΜΙ
Transliteration A: koûrmi Transliteration B: kourmi Transliteration C: koyrmi Beta Code: kou=rmi

English (LSJ)

τό,

   A kind of beer made from barley, Dsc.2.88; cf. κόρμα.

Greek (Liddell-Scott)

κοῦρμι: τό, εἶδος ζύθου, ποτόν τι τῶν Αἰγυπτίων, «σκευαζόμενον ἐκ τῆς κριθῆς... σκευάζεται δὲ καὶ ἐκ πυρῶν τοιαῦτα πόματα, ὡς ἐν τῇ ἑσπέρᾳ Ἰβηρίᾳ καὶ Βρεττανίᾳ» Διοσκ. 2. 110, Πλίν.· ὡσαύτως κόρμα, Ἀθήν. 152C· ― πρβλ. ζῦθος.

Greek Monolingual

κοῡρμι, τὸ (Α)
είδος ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κόρμα].