κρίθμο: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κρίθμον]] και [[κρῆθμον]], τὸ και [[κρίθμος]] και [[κρήθμος]] και [[κρηθμός]], ὁ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]] και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. [[κρίταμο]] ή αλμυριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως [[διεθνής]] επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, | |mltxt=το (Α [[κρίθμον]] και [[κρῆθμον]], τὸ και [[κρίθμος]] και [[κρήθμος]] και [[κρηθμός]], ὁ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]] και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. [[κρίταμο]] ή αλμυριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως [[διεθνής]] επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>crihmum</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. κρίταμο ή αλμυριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως διεθνής επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. crihmum].