κυβερνητήριος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυβερνητήριος]], -ία, -ον (Α) [[κυβερνητήρ]]<br />[[κυβερνητικός]]. | |mltxt=[[κυβερνητήριος]], -ία, -ον (Α) [[κυβερνητήρ]]<br />[[κυβερνητικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠβερνητήριος:''' -α, -ον = [[κυβερνητικός]], σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.
German (Pape)
[Seite 1522] zum Steuermann gehörig; ἔργον, die Arbeit des Steuerns, or. bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνητήριος: -α, -ον, = κυβερνητικός, Χρησ. παρὰ Πλουτ. Σόλ. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne le pilote ou la manœuvre du gouvernail.
Étymologie: κυβερνητήρ.
Greek Monolingual
κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) κυβερνητήρ
κυβερνητικός.
Greek Monotonic
κῠβερνητήριος: -α, -ον = κυβερνητικός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.