κυπερίδες: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κυπηρίδες, οι<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]], το μόνο [[μέλος]] της τάξης κυπερώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια, λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cyperaceae</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cyperus</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cyperos</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύπειρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>aceae</i>].
|mltxt=και κυπηρίδες, οι<br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]], το μόνο [[μέλος]] της τάξης κυπερώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια, λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cyperaceae</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cyperus</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cyperos</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύπειρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>aceae</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κυπηρίδες, οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, το μόνο μέλος της τάξης κυπερώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. cyperaceae < cyperus (< λατ. cyperos < κύπειρος) + κατάλ. -aceae].