κώριον: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κώριον]], τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κόριον]].
|mltxt=[[κώριον]], τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κόριον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κώριον:''' τό, Δωρ. του <i>[[κούρα]]</i>, μικρό [[κορίτσι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώριον Medium diacritics: κώριον Low diacritics: κώριον Capitals: ΚΩΡΙΟΝ
Transliteration A: kṓrion Transliteration B: kōrion Transliteration C: korion Beta Code: kw/rion

English (LSJ)

τό, Dor. for κόριον (A) (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1547] τό, dor. = κούριον, κόριον, Ar. Ach. 696, wo Bekker κώριχ' aufgenommen.

Greek (Liddell-Scott)

κώριον: τό, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κούριον, κόριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 731.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dor. c. κόριον.

Greek Monolingual

κώριον, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κόριον.

Greek Monotonic

κώριον: τό, Δωρ. του κούρα, μικρό κορίτσι, σε Αριστοφ.