μαντείος: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=μαντεῑος, -ον, θηλ. και -εία, ιων. τ. μαντήϊος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) [[μαντικός]], [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μαντεῑος [[ἄναξ]]» — ο Απόλλων<br />β) «[[μαντεία]] [[σποδός]]» — η [[τέφρα]] που υπήρχε [[πάνω]] στον βωμό (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάντις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> ( | |mltxt=μαντεῑος, -ον, θηλ. και -εία, ιων. τ. μαντήϊος, -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) [[μαντικός]], [[προφητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μαντεῑος [[ἄναξ]]» — ο Απόλλων<br />β) «[[μαντεία]] [[σποδός]]» — η [[τέφρα]] που υπήρχε [[πάνω]] στον βωμό (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάντις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>οικ</i>-<i>είος</i>, <i>χαλκ</i>-<i>είος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
μαντεῑος, -ον, θηλ. και -εία, ιων. τ. μαντήϊος, -η, -ον (Α)
1. (ποιητ. τ.) μαντικός, προφητικός
2. αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη
3. φρ. α) «μαντεῑος ἄναξ» — ο Απόλλων
β) «μαντεία σποδός» — η τέφρα που υπήρχε πάνω στον βωμό (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + κατάλ. -εῖος (πρβλ. οικ-είος, χαλκ-είος)].