κωπίον: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωπίον]], τὸ (Α) [[κώπη]]<br /><b>1.</b> μικρή [[κώπη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κωπία]]<br />οι νόθες πλευρές του θώρακα.
|mltxt=[[κωπίον]], τὸ (Α) [[κώπη]]<br /><b>1.</b> μικρή [[κώπη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κωπία]]<br />οι νόθες πλευρές του θώρακα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωπίον:''' τό, υποκορ. του [[κώπη]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπίον Medium diacritics: κωπίον Low diacritics: κωπίον Capitals: ΚΩΠΙΟΝ
Transliteration A: kōpíon Transliteration B: kōpion Transliteration C: kopion Beta Code: kwpi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of κώπη, Ar.Ra.269, Ael.NA13.19, PRyl. 110.14 (iii A.D.).    2 in pl., false ribs, Poll.2.181.

German (Pape)

[Seite 1547] τό, dim. von κώπη, kleines Ruder; Ar. Ran. 269; Ael. H. A. 13, 19 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωπίον: ὑποκορ. τοῦ κώπη, Ἀριστοφ. Βάτρ. 269, Αἰλ. π. Ζ. 13. 19. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ νόθοι πλευραί, Πολυδ. Βϳ, 181.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite rame.
Étymologie: κώπη.

Greek Monolingual

κωπίον, τὸ (Α) κώπη
1. μικρή κώπη
2. στον πληθ. τὰ κωπία
οι νόθες πλευρές του θώρακα.

Greek Monotonic

κωπίον: τό, υποκορ. του κώπη, σε Αριστοφ.