μελιτζάνα: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μελιντζάνα]] και [[μελιζάνα]], η (Μ [[μελιτζάνα]] και [[μελιντζάνα]])<br />(βοτ.-γεωπ.)<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Solanum melongena του γένους [[σολανό]], που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, ο [[οποίος]] τρώγεται μαγειρεμένος<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>melanzana</i>. Κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>μαζιζάνιον</i>, ασιατικής προέλευσης ( | |mltxt=και [[μελιντζάνα]] και [[μελιζάνα]], η (Μ [[μελιτζάνα]] και [[μελιντζάνα]])<br />(βοτ.-γεωπ.)<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Solanum melongena του γένους [[σολανό]], που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, ο [[οποίος]] τρώγεται μαγειρεμένος<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>melanzana</i>. Κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>μαζιζάνιον</i>, ασιατικής προέλευσης ([[πρβλ]]. [[ματζάνα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
και μελιντζάνα και μελιζάνα, η (Μ μελιτζάνα και μελιντζάνα)
(βοτ.-γεωπ.)
1. κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena του γένους σολανό, που καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, ο οποίος τρώγεται μαγειρεμένος
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. melanzana. Κατ' άλλους < μσν. μαζιζάνιον, ασιατικής προέλευσης (πρβλ. ματζάνα)].