λαγωβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λαγωβόλος]], -ον, ουδ. και [[λαγωοβόλον]])<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λαγωβόλο]](<i>ν</i>) ή [[λαγωοβόλον]]<br />η [[λαγουδέρα]] ή [[λαγούσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά λαγούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ποιμενική [[ράβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=-ο (Α [[λαγωβόλος]], -ον, ουδ. και [[λαγωοβόλον]])<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λαγωβόλο]](<i>ν</i>) ή [[λαγωοβόλον]]<br />η [[λαγουδέρα]] ή [[λαγούσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυνηγά λαγούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ποιμενική [[ράβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο (Α λαγωβόλος, -ον, ουδ. και λαγωοβόλον)
το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον
η λαγουδέρα ή λαγούσα
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά λαγούς
2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.