Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκοπάρειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λευκοπάρειος]], ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)<br />αυτός που έχει [[λευκά]], ωραία μάγουλα.
|mltxt=-ο (Α [[λευκοπάρειος]], ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)<br />αυτός που έχει [[λευκά]], ωραία μάγουλα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκοπάρειος:''' [ᾰ], Ιων. λευκοπάρῃος, <i>-ον</i> ([[παρειά]]), αυτός που έχει [[λευκά]], ωραία μάγουλα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπάρειος Medium diacritics: λευκοπάρειος Low diacritics: λευκοπάρειος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: leukopáreios Transliteration B: leukopareios Transliteration C: lefkopareios Beta Code: leukopa/reios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A faircheeked, ib.5.159 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 34] weißwangig, Mel. 83 V, 160).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπάρειος: Ἰων. ῃος, ον, ἔχων λευκάς, ὡραίας παρειάς, Ἀνθ. Π. 5. 160, Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux joues blanches.
Étymologie: λευκός, παρειά.

Greek Monolingual

-ο (Α λευκοπάρειος, ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)
αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα.

Greek Monotonic

λευκοπάρειος: [ᾰ], Ιων. λευκοπάρῃος, -ον (παρειά), αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα, σε Ανθ.