λευκοπάρειος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λευκοπάρειος]], ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)<br />αυτός που έχει [[λευκά]], ωραία μάγουλα. | |mltxt=-ο (Α [[λευκοπάρειος]], ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)<br />αυτός που έχει [[λευκά]], ωραία μάγουλα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκοπάρειος:''' [ᾰ], Ιων. λευκοπάρῃος, <i>-ον</i> ([[παρειά]]), αυτός που έχει [[λευκά]], ωραία μάγουλα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A faircheeked, ib.5.159 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 34] weißwangig, Mel. 83 V, 160).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπάρειος: Ἰων. ῃος, ον, ἔχων λευκάς, ὡραίας παρειάς, Ἀνθ. Π. 5. 160, Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux joues blanches.
Étymologie: λευκός, παρειά.
Greek Monolingual
-ο (Α λευκοπάρειος, ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)
αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα.
Greek Monotonic
λευκοπάρειος: [ᾰ], Ιων. λευκοπάρῃος, -ον (παρειά), αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα, σε Ανθ.