λευκόχρυσος: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λευκόχρυσος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[λευκόχρυσος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λευκόχρυσος]]<br /><b>χημ.</b> ευγενές καί πολύτιμο [[μέταλλο]] αργυρόλευκου χρώματος, πολύ [[βαρύ]] και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. [[πλατίνα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λευκόχρυσος]]<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] με απαλό χρυσό [[χρώμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ἡ, a gem
A of pale gold colour, Plin.HN37.128, 171: as Adj., Lyd.Mag.3.70.
German (Pape)
[Seite 35] weiß u. goldfarbig gemischt, λίθοι, Plin. H. N. 37, 9.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχρῡσος: -ον, ἐπὶ λίθου ἔχων λευκὰς ἐν τῷ χρυσῷ χρώματι φλέβας, Πλιν. Ν. Η. 37. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λευκόχρυσος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λευκόχρυσος
χημ. ευγενές καί πολύτιμο μέταλλο αργυρόλευκου χρώματος, πολύ βαρύ και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. πλατίνα
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό χρώμα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λευκόχρυσος
πολύτιμος λίθος με απαλό χρυσό χρώμα.