λιθοειδής: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λιθοειδής]], -ές)<br />ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «λιθοειδές [[οστό]]» — το [[τμήμα]] του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου<br />β) «λιθοειδές [[νεύρο]]» — ένα από τα [[τρία]] [[νεύρα]] της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο [[είναι]] [[κλάδος]] του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.
|mltxt=-ές (Α [[λιθοειδής]], -ές)<br />ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> α) «λιθοειδές [[οστό]]» — το [[τμήμα]] του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου<br />β) «λιθοειδές [[νεύρο]]» — ένα από τα [[τρία]] [[νεύρα]] της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο [[είναι]] [[κλάδος]] του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοειδής:''' подобный камню ([[περίβολος]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοειδής Medium diacritics: λιθοειδής Low diacritics: λιθοειδής Capitals: ΛΙΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lithoeidḗs Transliteration B: lithoeidēs Transliteration C: lithoeidis Beta Code: liqoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like stone, Hp.Morb.4.55, Pl.Ti.74a, Gal.2.745, etc.

German (Pape)

[Seite 45] ές, steinartig; περίβολος, Plat. Tim. 74 a; Galen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοειδής: -ές, ὅμοιος λίθῳ, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές (Α λιθοειδής, -ές)
ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα του λίθου
νεοελλ.
φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο της ακοής και τον πόρο του προσωπικού νεύρου
β) «λιθοειδές νεύρο» — ένα από τα τρία νεύρα της περιοχής του κροταφικού οστού, το οποίο είναι κλάδος του καρωτιδικού συμπαθητικού νεύρου.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοειδής: подобный камню (περίβολος Plat.).