λιπόπνους: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(23)
(1ba)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπόπνους]], -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> εγκαταλελειμμένος από την [[πνοή]], [[άπνους]], [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει [[κάθε]] [[πνοή]], στον οποίο επικρατεί νεκρική [[σιγή]] («[[λιπόπνους]], [[Ἅιδης]]», <b>Ορφ.</b> Υμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοή]])].
|mltxt=[[λιπόπνους]], -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> εγκαταλελειμμένος από την [[πνοή]], [[άπνους]], [[νεκρός]]<br /><b>2.</b> (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει [[κάθε]] [[πνοή]], στον οποίο επικρατεί νεκρική [[σιγή]] («[[λιπόπνους]], [[Ἅιδης]]», <b>Ορφ.</b> Υμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοή]])].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπό-πνους, ουν [[πνοή]]<br />[[left]] by [[breath]], [[breathless]], [[dead]], Anth.
}}
}}

Revision as of 03:25, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 qui n’a pas de souffle (Hadès);
2 qui a perdu le souffle, mort.
Étymologie: λείπω, πνέω.

Greek Monolingual

λιπόπνους, -ουν, ασυναίρ. -οος, -οον (Α)
1. εγκαταλελειμμένος από την πνοή, άπνους, νεκρός
2. (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει κάθε πνοή, στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγήλιπόπνους, Ἅιδης», Ορφ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -πνους (< πνοή)].

Middle Liddell

λῐπό-πνους, ουν πνοή
left by breath, breathless, dead, Anth.