χαμερπής: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(13) |
(6_7) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=xamerph/s | |Beta Code=xamerph/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">crawling on the ground</b>, μέροπες <span class="title">App.Anth.</span>3.146 (Theon); ζῷον <span class="bibl">Olymp.Alch. p.102</span> B., Hsch.</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">crawling on the ground</b>, μέροπες <span class="title">App.Anth.</span>3.146 (Theon); ζῷον <span class="bibl">Olymp.Alch. p.102</span> B., Hsch.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χᾰμερπής''': -ές, γεν. έος, ὁ [[χαμαὶ]] ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι [[νήπιος]] εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «[[χαμερπής]]· [[γεωργός]], ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται [[ταῦτα]] ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:02, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.