λοξοτρόχις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοξοτρόχις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />(για το [[ποίημα]] <i>Κασσάνδρα</i> του Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόχις]] «[[δρομέας]]»].
|mltxt=[[λοξοτρόχις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />(για το [[ποίημα]] <i>Κασσάνδρα</i> του Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[τρόχις]] «[[δρομέας]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοξοτρόχις:''' ἡ ([[τρέχω]]), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την [[ηρωίδα]] [[Κασσάνδρα]] του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξοτρόχις Medium diacritics: λοξοτρόχις Low diacritics: λοξοτρόχις Capitals: ΛΟΞΟΤΡΟΧΙΣ
Transliteration A: loxotróchis Transliteration B: loxotrochis Transliteration C: loksotrochis Beta Code: locotro/xis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A oblique-running, of Lycophron's Cassandra, AP9.191; cf. λοξός 3.

Greek (Liddell-Scott)

λοξοτρόχις: -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. Λοξίας.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
à la course tortueuse, càd aux paroles équivoques ou obscures.
Étymologie: λοξός, τρέχω.

Greek Monolingual

λοξοτρόχις, -ιδος, ἡ (Α)
(για το ποίημα Κασσάνδρα του Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»].

Greek Monotonic

λοξοτρόχις: ἡ (τρέχω), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την ηρωίδα Κασσάνδρα του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ.