λυγοτευχής: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυγοτευχής]], -ές (Α)<br />κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τευχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>τευχής</i>, <i>τοξο</i>-<i>τευχής</i>].
|mltxt=[[λυγοτευχής]], -ές (Α)<br />κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τευχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>τευχής</i>, <i>τοξο</i>-<i>τευχής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῠγοτευχής:''' -ές ([[τεύχω]]), φτιαγμένος από [[λυγαριά]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγοτευχής Medium diacritics: λυγοτευχής Low diacritics: λυγοτευχής Capitals: ΛΥΓΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: lygoteuchḗs Transliteration B: lygoteuchēs Transliteration C: lygotefchis Beta Code: lugoteuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé avec de l’osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.

Greek Monolingual

λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο-τευχής, τοξο-τευχής].

Greek Monotonic

λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.