λυροθελγής: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυροθελγής]], -ές (Α)<br />αυτός που θέλγεται από το [[άκουσμα]] της λύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θελγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παν</i>-<i>θελγής</i>, <i>φρενο</i>-<i>θελγής</i>].
|mltxt=[[λυροθελγής]], -ές (Α)<br />αυτός που θέλγεται από το [[άκουσμα]] της λύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θελγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παν</i>-<i>θελγής</i>, <i>φρενο</i>-<i>θελγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῠροθελγής:''' -ές ([[θέλγω]]), αυτός που θέλγεται από τη [[λύρα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠροθελγής Medium diacritics: λυροθελγής Low diacritics: λυροθελγής Capitals: ΛΥΡΟΘΕΛΓΗΣ
Transliteration A: lyrothelgḗs Transliteration B: lyrothelgēs Transliteration C: lyrothelgis Beta Code: luroqelgh/s

English (LSJ)

ές,

   A charmed by the lyre, AP9.250 (Honest.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠροθελγής: -ές, ὑπὸ τῆς λύρας θελγόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 250.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
que charment les sons de la lyre.
Étymologie: λύρα, θέλγω.

Greek Monolingual

λυροθελγής, -ές (Α)
αυτός που θέλγεται από το άκουσμα της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. παν-θελγής, φρενο-θελγής].

Greek Monotonic

λῠροθελγής: -ές (θέλγω), αυτός που θέλγεται από τη λύρα, σε Ανθ.