μεγαλόπνευστος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλές εμπνεύσεις<br /><b>2.</b> (για [[έργο]]) αυτός που προέρχεται από [[μεγάλη]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πνευστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεό</i>-<i>πνευστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλές εμπνεύσεις<br /><b>2.</b> (για [[έργο]]) αυτός που προέρχεται από [[μεγάλη]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πνευστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>πνευστος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει υψηλές εμπνεύσεις
2. (για έργο) αυτός που προέρχεται από μεγάλη έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό-πνευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].