μεγαλόπνευστος

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει υψηλές εμπνεύσεις
2. (για έργο) αυτός που προέρχεται από μεγάλη έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεό-πνευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].