μεγαλοκοίλιος: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλοκοίλιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοιλία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νευρο</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>σκληρο</i>-<i>κοίλιος</i>)]. | |mltxt=[[μεγαλοκοίλιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοιλία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νευρο</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>σκληρο</i>-<i>κοίλιος</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλοκοίλιος:''' имеющий большие полости (sc. [[καρδία]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with large ventricles, Arist.PA667a29; with large intestinal canal, Mnesith. ap.Orib.21.7.6,7 (Sup.):—written μεγᾰλό-κοιλος ( = προγάστωρ) in Gal.6.467.
German (Pape)
[Seite 106] mit großer Höhlung, großem Bauche; Arist. p. an. 4, 4; Schol. Luc. Bacch. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας (τῆς καρδίας) τὰς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 30· ― ἐν τοῖς Ἀντιγρ. τοῦ Γαλην. μεγαλόκοιλος.
Greek Monolingual
μεγαλοκοίλιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς
2. αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κοιλία (πρβλ. νευρο-κοίλιος, σκληρο-κοίλιος)].
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκοίλιος: имеющий большие полости (sc. καρδία Arst.).