μελανονεκυοείμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(24)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελανονεκυοείμων]], -ον (Α)<br />(κωμ. λ. του <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που [[φορά]] μαύρα, πένθιμα ρούχα ή σάβανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>νεκυο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i>, «[[πτώμα]], [[νεκρός]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εἶμα</i> «[[ένδυμα]]»)].
|mltxt=[[μελανονεκυοείμων]], -ον (Α)<br />(κωμ. λ. του <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που [[φορά]] μαύρα, πένθιμα ρούχα ή σάβανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>νεκυο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i>, «[[πτώμα]], [[νεκρός]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εἶμα</i> «[[ένδυμα]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελᾰνονεκυοείμων:''' -ον, γεν. -ονος ([[εἷμα]]), αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα νεκρικά ενδύματα (σάβανα), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνονεκῠοείμων Medium diacritics: μελανονεκυοείμων Low diacritics: μελανονεκυοείμων Capitals: ΜΕΛΑΝΟΝΕΚΥΟΕΙΜΩΝ
Transliteration A: melanonekyoeímōn Transliteration B: melanonekyoeimōn Transliteration C: melanonekyoeimon Beta Code: melanonekuoei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A clad in black shroud, Com. word in Ar.Ra. 1336 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνονεκυοείμων: -ον, γεν. ονος, ὁ φορῶν μαῦρα νεκρικὰ ἱμάτια ἢ σάβανα, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1336.

Greek Monolingual

μελανονεκυοείμων, -ον (Α)
(κωμ. λ. του Αριστοφ.) αυτός που φορά μαύρα, πένθιμα ρούχα ή σάβανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + νεκυο- (< νέκυς, -υος, «πτώμα, νεκρός») + -είμων (< εἶμα «ένδυμα»)].

Greek Monotonic

μελᾰνονεκυοείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα νεκρικά ενδύματα (σάβανα), σε Αριστοφ.