μερί: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(24) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μηρί]], το (ΑM [[μηρίον]], Μ και μηρίν και μερίν και [[μερί]] και μέρι)<br />ο [[μηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b | |mltxt=και [[μηρί]], το (ΑM [[μηρίον]], Μ και μηρίν και μερίν και [[μερί]] και μέρι)<br />ο [[μηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τα [[μεριά]]<br />α) οι λαγόνες και το [[μεταξύ]] αυτών [[τμήμα]] του σώματος<br />β) τα [[πλευρά]] της πρύμνης πλοίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]], [[υποστάτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐβγαίνω ἀπὸ [[μερί]]» — [[κατάγομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[μηρία]]<br />τα μηριαία οστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μερί]] <span style="color: red;"><</span> <i>μερ</i>-<i>ίον</i> (με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ προ του -<i>ρ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] > [[σίδερο]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μηρ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μηρός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι)
ο μηρός
νεοελλ.
στον πληθ. τα μεριά
α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα του σώματος
β) τα πλευρά της πρύμνης πλοίου
μσν.
1. βάση, υποστάτης
2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» — κατάγομαι
αρχ.
συν. στον πληθ. τα μηρία
τα μηριαία οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μερί < μερ-ίον (με τροπή του /i/ σε /e/ προ του -ρ-, πρβλ. σίδηρος > σίδερο) < μηρ-ίον, υποκορ. του μηρός].