μεταστοιχεί: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταστοιχεί]] και [[μεταστοιχί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για άρματα έτοιμα για [[αρματηλασία]] ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη [[σειρά]], στη [[γραμμή]] («στὰν δὲ [[μεταστοιχί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στοιχεί</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[διάταξη]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>στοιχεί</i>].
|mltxt=[[μεταστοιχεί]] και [[μεταστοιχί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για άρματα έτοιμα για [[αρματηλασία]] ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη [[σειρά]], στη [[γραμμή]] («στὰν δὲ [[μεταστοιχί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στοιχεί</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[διάταξη]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>στοιχεί</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταστοιχεί:''' ή -ί ([[στοῖχος]]), επίρρ., όλοι σε [[στοίχιση]], σε πλήρη [[στοίχιση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστοιχεί Medium diacritics: μεταστοιχεί Low diacritics: μεταστοιχεί Capitals: ΜΕΤΑΣΤΟΙΧΕΙ
Transliteration A: metastoicheí Transliteration B: metastoichei Transliteration C: metastoichei Beta Code: metastoixei/

English (LSJ)

or μετα-ί, Adv.

   A all in a row, στὰν δὲ μ., of chariots ready to start in a race, Il.23.358; of runners, ib.757.

German (Pape)

[Seite 154] v. l. für μεταστοιχί.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. μεταστοιχί.

Greek Monolingual

μεταστοιχεί και μεταστοιχί (Α)
επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ. τρι-στοιχεί].

Greek Monotonic

μεταστοιχεί: ή -ί (στοῖχος), επίρρ., όλοι σε στοίχιση, σε πλήρη στοίχιση, σε Ομήρ. Ιλ.