μετρονόμος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μετρονόμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> όργανο για τη [[μέτρηση]] ισόχρονων διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής<br /><b>2.</b> [[μετρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[λειτουργός]] ο [[οποίος]] ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[επιτήρηση]] και τον έλεγχο της ακριβείας τών μέτρων και τών [[σταθμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια ( | |mltxt=ο (Α [[μετρονόμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> όργανο για τη [[μέτρηση]] ισόχρονων διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής<br /><b>2.</b> [[μετρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[λειτουργός]] ο [[οποίος]] ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[επιτήρηση]] και τον έλεγχο της ακριβείας τών μέτρων και τών [[σταθμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>metronome</i>). Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Κ. Βλάχο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:11, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (Α μετρονόμος)
νεοελλ.
1. μουσ. όργανο για τη μέτρηση ισόχρονων διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής
2. μετρολόγος
αρχ.
(στην Αθήνα) δημόσιος λειτουργός ο οποίος ήταν εντεταλμένος για την επιτήρηση και τον έλεγχο της ακριβείας τών μέτρων και τών σταθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -νόμος (< νόμος). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. metronome). Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Κ. Βλάχο].