Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Μηλιάς: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(25)
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μηλιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η Μηλία γη, δηλ. [[είδος]] χώματος της νήσου Μήλου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ [[Μηλιάδες]]<br />α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, [[ιδίως]] της μηλιάς<br />β) οι νύμφες τών ποιμνίων<br />γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν [[ἄγει]] πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῡ τε παρ' ὄχθας», <b>Σοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Ουραν</i>-<i>ιάς</i>). Ο τ. [[Μηλιάδες]] «νύμφες τών ποιμνίων» <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II), ενώ ο τ. [[Μηλιάδες]] «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» <span style="color: red;"><</span> [[Μηλίς]]].
|mltxt=[[Μηλιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η Μηλία γη, δηλ. [[είδος]] χώματος της νήσου Μήλου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ [[Μηλιάδες]]<br />α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, [[ιδίως]] της μηλιάς<br />β) οι νύμφες τών ποιμνίων<br />γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν [[ἄγει]] πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῡ τε παρ' ὄχθας», <b>Σοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Ουραν</i>-<i>ιάς</i>). Ο τ. [[Μηλιάδες]] «νύμφες τών ποιμνίων» <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II), ενώ ο τ. [[Μηλιάδες]] «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» <span style="color: red;"><</span> [[Μηλίς]]].
}}
}}

Revision as of 20:41, 22 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηλιάς Medium diacritics: Μηλιάς Low diacritics: Μηλιάς Capitals: ΜΗΛΙΑΣ
Transliteration A: Mēliás Transliteration B: Mēlias Transliteration C: Milias Beta Code: *mhlia/s

English (LSJ)

   A v. Μήλιος 11, μηλίς (C).

French (Bailly abrégé)

1άδος
adj. f.
de Mèlis.
Étymologie: Μηλίς.
2άδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.

Greek Monolingual

Μηλιάς, -άδος, ἡ (Α)
1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος της νήσου Μήλου
2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες
α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως της μηλιάς
β) οι νύμφες τών ποιμνίων
γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῡ τε παρ' ὄχθας», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ουραν-ιάς). Ο τ. Μηλιάδες «νύμφες τών ποιμνίων» < μῆλον (II), ενώ ο τ. Μηλιάδες «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» < Μηλίς].