μητροδίδακτος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(25) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητροδίδακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διδαχθεί από τη [[μητέρα]] του<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μητροδίδακτος]]<br />[[παρωνύμιο]] του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς [[μητροδίδακτος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δίδακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>δίδακτος</i>, <i>πατρο</i>-<i>δίδακτος</i>]. | |mltxt=[[μητροδίδακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διδαχθεί από τη [[μητέρα]] του<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μητροδίδακτος]]<br />[[παρωνύμιο]] του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς [[μητροδίδακτος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δίδακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>δίδακτος</i>, <i>πατρο</i>-<i>δίδακτος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μητροδίδακτος:''' (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A taught by one's mother: nickname of Aristippus, Str. 17.3.22, D.L.2.83.
German (Pape)
[Seite 179] von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
Greek (Liddell-Scott)
μητροδίδακτος: -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.
Greek Monolingual
μητροδίδακτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διδαχθεί από τη μητέρα του
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μητροδίδακτος
παρωνύμιο του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς μητροδίδακτος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. θεο-δίδακτος, πατρο-δίδακτος].
Russian (Dvoretsky)
μητροδίδακτος: (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L.