μικρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(25)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μικρόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μικρό [[στόμα]] ή μικρό [[στόμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μικρόστομο]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>στομος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μικρόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει μικρό [[στόμα]] ή μικρό [[στόμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μικρόστομο]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>στομος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑκρόστομος:''' <b class="num">1)</b> с маленьким ртом (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> с маленьким отверстием ([[λυχνίδιον]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόστομος Medium diacritics: μικρόστομος Low diacritics: μικρόστομος Capitals: ΜΙΚΡΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: mikróstomos Transliteration B: mikrostomos Transliteration C: mikrostomos Beta Code: mikro/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with a small mouth or orifice, ἄγγος Hp.Morb.4.57; ζῷα Arist.HA 502a8; of the womb, Sor.2.56.

German (Pape)

[Seite 185] kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόστομος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν στόμαἄνοιγμα, ἄγγος Ἱππ. 515. 21· ζῷα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une petite embouchure (vase, lampe, etc.).
Étymologie: μικρός, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μικρόστομος, -ον)
αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο
ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + στόμα (πρβλ. μεγαλό-στομος)].

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόστομος: 1) с маленьким ртом (ζῷα Arst.);
2) с маленьким отверстием (λυχνίδιον Luc.).