μισόχρηστος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισόχρηστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόχρηστον</i><br />[[μίσος]] [[κατά]] τών χρηστών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>χρηστος</i>)]. | |mltxt=[[μισόχρηστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόχρηστον</i><br />[[μίσος]] [[κατά]] τών χρηστών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>χρηστος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῑσόχρηστος:''' -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hating the better sort, opp. μισόδημος, X.HG2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.Piet.p.93 G.
German (Pape)
[Seite 192] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόχρηστος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait les gens de bien;
Sp. μισοχρηστότατος.
Étymologie: μισέω, χρηστός.
Greek Monolingual
μισόχρηστος, -ον (Α)
1. αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόχρηστον
μίσος κατά τών χρηστών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρηστός (πρβλ. φιλό-χρηστος)].
Greek Monotonic
μῑσόχρηστος: -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.