μουσίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουσίζω]], δωρ. τ. [[μουσίσδω]] (Α) [[[μούσα]] (Ι)]<br />[[τραγουδώ]] ή [[παίζω]] όργανο.
|mltxt=[[μουσίζω]], δωρ. τ. [[μουσίσδω]] (Α) [[[μούσα]] (Ι)]<br />[[τραγουδώ]] ή [[παίζω]] όργανο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουσίζω:''' Δωρ. Μουσίσδω ([[μοῦσα]]), μόνο στον ενεστ., [[τραγουδώ]], [[ψάλλω]], σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:42, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσίζω Medium diacritics: μουσίζω Low diacritics: μουσίζω Capitals: ΜΟΥΣΙΖΩ
Transliteration A: mousízō Transliteration B: mousizō Transliteration C: mousizo Beta Code: mousi/zw

English (LSJ)

   A sing or play, Dor. μουσ-ίσδω Theoc.8.38, 11.81:—Med. in act. sense, ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος E.Cyc.489 (anap.).

German (Pape)

[Seite 211] dor. μουσίσδω, Theocr. 8, 38, lak. u. äol. μουσίδδω, Hesych., ein Instrument spielen, singen, auch im med., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος, Eur. Cycl. 487, ertönen lassen.

Greek (Liddell-Scott)

μουσίζω: ᾄδω ἢ παίζω, Δωρ. μουσίσδω, Θεόκρ. 8. 38., 11. 81· Λακων. μουσίδδω, Ἡσύχ.· - Μέσ., ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Εὐρ. Κύκλ. 489.

Greek Monolingual

μουσίζω, δωρ. τ. μουσίσδω (Α) [[[μούσα]] (Ι)]
τραγουδώ ή παίζω όργανο.

Greek Monotonic

μουσίζω: Δωρ. Μουσίσδω (μοῦσα), μόνο στον ενεστ., τραγουδώ, ψάλλω, σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. σημασία, σε Ευρ.