μύθος: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(26)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ μῡθος)<br /><b>1.</b> [[πλαστή]] [[ιστορία]], φανταστική [[διήγηση]] («ὅτι τοὺς ποιητὰς δέοι ποιεῑν μύθους, ἀλλ' οὐ λόγους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> μυθική [[παράδοση]] η οποία αναφέρεται σε θεούς και ήρωες («οι μύθοι του Ηρακλέους»)<br /><b>3.</b> αλληγορική [[διήγηση]] η οποία [[είναι]] σχετική με [[φυσικά]] φαινόμενα, ζώα ή φυτά και από την οποία εξάγεται ένα ηθικό [[δίδαγμα]] ή [[συμπέρασμα]] (α. «οι μύθοι του Αισώπου» β. «πρότερον δὲ μύθοις πρὸς τά [[παιδία]] ἣ γυμνασίοις χρώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[υπόθεση]] δράματος, έπους, μυθιστορήματος (α. «ο [[μύθος]] του Οιδίποδος αποτέλεσε [[θέμα]] πολλών ποιητικών έργων» β. «ὁ περὶ Ἠλέκτρας καὶ Ὀρέστου μῡθος παρὰ Σοφοκλεῑ καὶ παρ' Εὐριπίδῃ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παροιμία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ο [[μύθος]] δηλοί...» — αυτό σημαίνει... || (μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[προφορικός]] [[λόγος]], [[ομιλία]] («μύθων τε ῥητῆρ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διήγηση]], [[ιστορία]], ιστορικό [[διήγημα]] («ἀκούσει μῡθον ἐν βραχεῑ λόγῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομιλία]] σε [[δημόσια]] [[συνέλευση]], [[αγόρευση]]<br /><b>2.</b> [[διαγωγή]], [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[φέρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[προσταγή]], [[παραγγελία]], [[διαταγή]]<br /><b>4.</b> [[υπόσχεση]]<br /><b>5.</b> [[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[πρόθεση]], [[σχέδιο]], [[σκοπός]]<br /><b>7.</b> το [[θέμα]] ή η [[υπόθεση]] της αγόρευσης ή της συνομιλίας, η [[ουσία]], το [[πράγμα]] καθ' εαυτό<br /><b>8.</b> [[λόγος]], [[ρήση]] («ἅς τις λαβὼν σοφὸς ἂν εἴη κατὰ τὸν ἡμέτερον μῡθον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απόφθεγμα]], [[ρητό]]<br /><b>10.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]], [[λόγια]] του κόσμου<br /><b>11.</b> [[αγγελία]], [[είδηση]], [[πληροφορία]]<br /><b>12.</b> [[στάση]], [[επανάσταση]]<br /><b>13.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ μῡθοι</i><br />[[διάλογος]], [[συνομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για εκφραστική λ. που παράγεται από το <i>μυ</i> (II) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, [[άποψη]] όμως που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>m</i><i>ū</i><i>dh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ē</i><i>udh</i>- «[[είμαι]] [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], [[επιθυμώ]] διακαώς» και συνδέεται με τα γοτθ. <i>maudjan</i> «[[θυμάμαι]]», λιθουαν. <i>maudžiu</i>, <i>ma</i><i>ū</i><i>sti</i>. Οι σημασίες της λ. [[μύθος]] «[[ομιλία]], [[διαταγή]], [[συμβουλή]], [[απόφαση]], [[φήμη]], [[διάδοση]], [[αγγελία]], [[είδηση]], [[διάλογος]], [[συνομιλία]]», που ήταν αρχικά συνώνυμη του [[ἔπος]] «[[λόγος]], [[ομιλία]]», μεθομηρικά έλαβαν μια καινούργια σημασιολογική [[διάσταση]] «πλαστής ιστορίας, μυθικής παράδοσης». Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τους τραγικούς για να δηλώσει την [[υπόθεση]] της τραγωδίας («ο [[μύθος]] του Οιδίποδος») και στους νεώτερους χρόνους την [[υπόθεση]] δράματος, έπους, μυθιστορήματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μυθάριο]](<i>ν</i>), [[μυθικός]], [[μυθώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μυθιάζομαι]], [[μυθίδιον]], [[μυθιήτης]], [[μυθούμαι]] (Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μυθεύω]], [[μυθίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυθύδριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μυθιστορία]], [[μυθογράφος]], [[μυθολόγος]], [[μυθοπλάστης]], [[μυθοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μύθαρχοι]], [[μυθηγορώ]], [[μυθοειδώς]], [[μυθοθρησκεία]], <i>μυθολάτρις</i>, [[μυθολέσχης]], [[μυθοπλάνος]], [[μυθόπλασμα]], [[μυθοπλόκος]], [[μυθωδός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μυθίαμβοι]], [[μυθοτόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυθογραφή]], [[μυθολόγι]], [[μυθομέριμνος]], [[μυθοσκοπώ]], [[μυθοτεχνολόγημα]], [[μυθουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μυθιστόρημα]], [[μυθομανής]]. (Β' συνθετικό) [[ακριτόμυθος]], [[εγγαστρίμυθος]], [[εχέμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αερόμυθος]], [[αισχεόμυθος]], [[αληθόμυθος]], [[άμυθος]], [[απαράμυθος]], [[γλυκύμυθος]], [[διχόμυθος]], [[δολιόμυθος]], [[δολόμυθος]], [[εμπεδόμυθος]], [[εύμυθος]], [[ηπιόμυθος]], [[θελγεσίμυθος]], [[θρασύμυθος]], [[λιγύμυθος]], [[νηριτόμυθος]], [[περισσόμυθος]], [[ποικιλόμυθος]], [[πολύμυθος]], [[σπουδαιόμυθος]], [[ταχύμυθος]], [[υστερόμυθος]], [[φιλόμυθος]], [[ψευδόμυθος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ μῡθος)<br /><b>1.</b> [[πλαστή]] [[ιστορία]], φανταστική [[διήγηση]] («ὅτι τοὺς ποιητὰς δέοι ποιεῖν μύθους, ἀλλ' οὐ λόγους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> μυθική [[παράδοση]] η οποία αναφέρεται σε θεούς και ήρωες («οι μύθοι του Ηρακλέους»)<br /><b>3.</b> αλληγορική [[διήγηση]] η οποία [[είναι]] σχετική με [[φυσικά]] φαινόμενα, ζώα ή φυτά και από την οποία εξάγεται ένα ηθικό [[δίδαγμα]] ή [[συμπέρασμα]] (α. «οι μύθοι του Αισώπου» β. «πρότερον δὲ μύθοις πρὸς τά [[παιδία]] ἣ γυμνασίοις χρώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[υπόθεση]] δράματος, έπους, μυθιστορήματος (α. «ο [[μύθος]] του Οιδίποδος αποτέλεσε [[θέμα]] πολλών ποιητικών έργων» β. «ὁ περὶ Ἠλέκτρας καὶ Ὀρέστου μῡθος παρὰ Σοφοκλεῑ καὶ παρ' Εὐριπίδῃ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παροιμία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ο [[μύθος]] δηλοί...» — αυτό σημαίνει... || (μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[προφορικός]] [[λόγος]], [[ομιλία]] («μύθων τε ῥητῆρ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διήγηση]], [[ιστορία]], ιστορικό [[διήγημα]] («ἀκούσει μῡθον ἐν βραχεῑ λόγῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομιλία]] σε [[δημόσια]] [[συνέλευση]], [[αγόρευση]]<br /><b>2.</b> [[διαγωγή]], [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[φέρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[προσταγή]], [[παραγγελία]], [[διαταγή]]<br /><b>4.</b> [[υπόσχεση]]<br /><b>5.</b> [[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[πρόθεση]], [[σχέδιο]], [[σκοπός]]<br /><b>7.</b> το [[θέμα]] ή η [[υπόθεση]] της αγόρευσης ή της συνομιλίας, η [[ουσία]], το [[πράγμα]] καθ' εαυτό<br /><b>8.</b> [[λόγος]], [[ρήση]] («ἅς τις λαβὼν σοφὸς ἂν εἴη κατὰ τὸν ἡμέτερον μῡθον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απόφθεγμα]], [[ρητό]]<br /><b>10.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]], [[λόγια]] του κόσμου<br /><b>11.</b> [[αγγελία]], [[είδηση]], [[πληροφορία]]<br /><b>12.</b> [[στάση]], [[επανάσταση]]<br /><b>13.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οἱ μῡθοι</i><br />[[διάλογος]], [[συνομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για εκφραστική λ. που παράγεται από το <i>μυ</i> (II) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>θος</i>, [[άποψη]] όμως που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>m</i><i>ū</i><i>dh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ē</i><i>udh</i>- «[[είμαι]] [[προσεκτικός]] σε [[κάτι]], [[επιθυμώ]] διακαώς» και συνδέεται με τα γοτθ. <i>maudjan</i> «[[θυμάμαι]]», λιθουαν. <i>maudžiu</i>, <i>ma</i><i>ū</i><i>sti</i>. Οι σημασίες της λ. [[μύθος]] «[[ομιλία]], [[διαταγή]], [[συμβουλή]], [[απόφαση]], [[φήμη]], [[διάδοση]], [[αγγελία]], [[είδηση]], [[διάλογος]], [[συνομιλία]]», που ήταν αρχικά συνώνυμη του [[ἔπος]] «[[λόγος]], [[ομιλία]]», μεθομηρικά έλαβαν μια καινούργια σημασιολογική [[διάσταση]] «πλαστής ιστορίας, μυθικής παράδοσης». Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τους τραγικούς για να δηλώσει την [[υπόθεση]] της τραγωδίας («ο [[μύθος]] του Οιδίποδος») και στους νεώτερους χρόνους την [[υπόθεση]] δράματος, έπους, μυθιστορήματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μυθάριο]](<i>ν</i>), [[μυθικός]], [[μυθώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μυθιάζομαι]], [[μυθίδιον]], [[μυθιήτης]], [[μυθούμαι]] (Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μυθεύω]], [[μυθίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυθύδριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μυθιστορία]], [[μυθογράφος]], [[μυθολόγος]], [[μυθοπλάστης]], [[μυθοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μύθαρχοι]], [[μυθηγορώ]], [[μυθοειδώς]], [[μυθοθρησκεία]], <i>μυθολάτρις</i>, [[μυθολέσχης]], [[μυθοπλάνος]], [[μυθόπλασμα]], [[μυθοπλόκος]], [[μυθωδός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μυθίαμβοι]], [[μυθοτόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυθογραφή]], [[μυθολόγι]], [[μυθομέριμνος]], [[μυθοσκοπώ]], [[μυθοτεχνολόγημα]], [[μυθουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μυθιστόρημα]], [[μυθομανής]]. (Β' συνθετικό) [[ακριτόμυθος]], [[εγγαστρίμυθος]], [[εχέμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αερόμυθος]], [[αισχεόμυθος]], [[αληθόμυθος]], [[άμυθος]], [[απαράμυθος]], [[γλυκύμυθος]], [[διχόμυθος]], [[δολιόμυθος]], [[δολόμυθος]], [[εμπεδόμυθος]], [[εύμυθος]], [[ηπιόμυθος]], [[θελγεσίμυθος]], [[θρασύμυθος]], [[λιγύμυθος]], [[νηριτόμυθος]], [[περισσόμυθος]], [[ποικιλόμυθος]], [[πολύμυθος]], [[σπουδαιόμυθος]], [[ταχύμυθος]], [[υστερόμυθος]], [[φιλόμυθος]], [[ψευδόμυθος]]].
}}
}}

Revision as of 20:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μῡθος)
1. πλαστή ιστορία, φανταστική διήγηση («ὅτι τοὺς ποιητὰς δέοι ποιεῖν μύθους, ἀλλ' οὐ λόγους», Πλάτ.)
2. μυθική παράδοση η οποία αναφέρεται σε θεούς και ήρωες («οι μύθοι του Ηρακλέους»)
3. αλληγορική διήγηση η οποία είναι σχετική με φυσικά φαινόμενα, ζώα ή φυτά και από την οποία εξάγεται ένα ηθικό δίδαγμα ή συμπέρασμα (α. «οι μύθοι του Αισώπου» β. «πρότερον δὲ μύθοις πρὸς τά παιδία ἣ γυμνασίοις χρώμεθα», Πλάτ.)
4. η υπόθεση δράματος, έπους, μυθιστορήματος (α. «ο μύθος του Οιδίποδος αποτέλεσε θέμα πολλών ποιητικών έργων» β. «ὁ περὶ Ἠλέκτρας καὶ Ὀρέστου μῡθος παρὰ Σοφοκλεῑ καὶ παρ' Εὐριπίδῃ», Αριστοτ.)
5. παροιμία
6. φρ. «ο μύθος δηλοί...» — αυτό σημαίνει...