ομόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, [[ομοχρώματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῶμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>χρωμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρωμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρωμος]], -ον)<br />αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, [[ομοχρώματος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῶμα]]), [[πρβλ]]. [[μονόχρωμος]], [[πολύχρωμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονόχρωμος, πολύχρωμος].