μύστις: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύστις]], -ιδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μύστης]]. | |mltxt=[[μύστις]], -ιδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μύστης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μύστις:''' -ῐδος,<br /><b class="num">I.</b> θηλ. του [[μύστης]], ως επίθ., [[μυστικός]], [[απόκρυφος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[μυσταγωγός]], σε Ανακρεόντ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ῐδος, fem. of μύστης, IG3.914, Porph.Antr.18: usu. metaph.,
A initiate or initiator, μ. νάματος ἡ Κύπρις Anacreont.4.12; πενίης μύστι, λάγυνε AP9.229 (Marc.Arg.); μ. τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιστήμης, of Σοφία, LXX Wi.8.4; [ψυχὴ] τῶν τελείων μ. τελετῶν Ph.1.173.
German (Pape)
[Seite 223] ιδος, ἡ, fem. zu μύστης, die Eingeweih'te, sp. D.; auch μύστι πενίης, M. Arg. 18 (IX, 229). – Auch = die Einweihende, μύστις νάματος ἡ Κύπρις, Anacr. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
1 initiée;
2 initiatrice;
3 mystique.
Étymologie: fém. de μύστης.
Greek Monolingual
μύστις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μύστης.
Greek Monotonic
μύστις: -ῐδος,
I. θηλ. του μύστης, ως επίθ., μυστικός, απόκρυφος, σε Ανθ.
II. μυσταγωγός, σε Ανακρεόντ.