νάρκαφθον: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(26) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νάρκαφθον]] και [[νάσκαφθον]] και ναόκαφθον και [[νάκαφθον]], τὸ (Α)<br />[[ευώδης]] [[ινδικός]] [[φλοιός]] που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό [[θυμίαμα]], ίσως το [[λάκαφθον]] του Διοσκορίδη. | |mltxt=[[νάρκαφθον]] και [[νάσκαφθον]] και ναόκαφθον και [[νάκαφθον]], τὸ (Α)<br />[[ευώδης]] [[ινδικός]] [[φλοιός]] που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό [[θυμίαμα]], ίσως το [[λάκαφθον]] του Διοσκορίδη. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">a fragrant Indian bark</b> used as spice (Dsc. 1, 23).<br />Other forms: Also <b class="b3">νάσκαφθον</b> (written <b class="b3">ναόκαφωον</b>, which will be a simple mistake), but also <b class="b3">νάκαφθον</b>. Also <b class="b3">λάκαφθον</b> (Paul. Aeg. 7, 22)?<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Fur. 299 thinks of an Anatolian cultural term in spite of the suggested Indian origin. On a possible variation <b class="b3">ρ</b>\/<b class="b3">σ</b> ibid. 299f. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 3 January 2019
English (LSJ)
or νάσκαφθον, τό,
A a fragrant Indianbark, used as a spice, etc. (perh. the same as λάκαφθον), Dsc.1.23:—written ναόκαφθον and νάκαφθον in most codd. of Paul.Aeg.7.3; νάκαφθον in one cod. of Id.7.22.4 (v.l. λάκαφθον).
German (Pape)
[Seite 229] τό, od. νάσκαφθον, Rinde eines indischen Strauches, zu Gewürz u. Räucherwerk gebraucht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
νάρκαφθον: ἢ νάσκαφθον, τό, Ἰνδικός τις φλοιὸς ἐν χρήσει ὡς ἄρωμα, κτλ., ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ λάκαφθον, Διοσκ. 1. 22, Παῦλ. Αἰγ. 7, σ. 248.
Greek Monolingual
νάρκαφθον και νάσκαφθον και ναόκαφθον και νάκαφθον, τὸ (Α)
ευώδης ινδικός φλοιός που χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό θυμίαμα, ίσως το λάκαφθον του Διοσκορίδη.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: a fragrant Indian bark used as spice (Dsc. 1, 23).
Other forms: Also νάσκαφθον (written ναόκαφωον, which will be a simple mistake), but also νάκαφθον. Also λάκαφθον (Paul. Aeg. 7, 22)?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Fur. 299 thinks of an Anatolian cultural term in spite of the suggested Indian origin. On a possible variation ρ\/σ ibid. 299f.