νεκυομαντεία: Difference between revisions
κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal
(26) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεκυομαντεία]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Νεκυομαντεία</i><br />α) ο [[τίτλος]] της ενδέκατης (λ) ραψωδίας της Οδύσσειας, αλλ. Νέκυ(ι)α<br />β) [[διάλογος]] του Λουκιανού, αλλ. <i>Μένιππος</i><br /><b>αρχ.</b><br />η [[επίκληση]] τών [[νεκρών]] για να μαντεύσουν τα μέλλοντα, η [[νεκρομαντεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i> «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[μαντεία]]. | |mltxt=[[νεκυομαντεία]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Νεκυομαντεία</i><br />α) ο [[τίτλος]] της ενδέκατης (λ) ραψωδίας της Οδύσσειας, αλλ. Νέκυ(ι)α<br />β) [[διάλογος]] του Λουκιανού, αλλ. <i>Μένιππος</i><br /><b>αρχ.</b><br />η [[επίκληση]] τών [[νεκρών]] για να μαντεύσουν τα μέλλοντα, η [[νεκρομαντεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i> «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[μαντεία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεκυομαντεία:''' ἡ некромантия, вопрошение душ умерших о будущем Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, sub-title of Luc.Menipp.; also of the eleventh Book of the Odyssey, Hermog.Prog.2, Eust.1670.23: pl. -τίαι, =
A defixiones, Gloss.
German (Pape)
[Seite 238] ἡ, = νεκρομαντεία, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυομαντεία: «νεκρομαντεία» Ἡσύχ., Ἰουστίνου Ἀπολ. 1, 18, Κλήμ. Ἀλ. 1, 69B κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
divination par l’évocation des morts.
Étymologie: νέκυς, μαντεία.
Spanish
necromancia, adivinación por medio de los muertos
Greek Monolingual
νεκυομαντεία, ἡ (ΑΜ)
ως κύριο όν. Νεκυομαντεία
α) ο τίτλος της ενδέκατης (λ) ραψωδίας της Οδύσσειας, αλλ. Νέκυ(ι)α
β) διάλογος του Λουκιανού, αλλ. Μένιππος
αρχ.
η επίκληση τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα, η νεκρομαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + μαντεία.
Russian (Dvoretsky)
νεκυομαντεία: ἡ некромантия, вопрошение душ умерших о будущем Luc.