νεκροδόκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεκροδόκος]], -ον (Α)<br />(για τον Άδη ή για νεκρική [[κλίνη]]) αυτός που δέχεται τους νεκρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερο</i>-[[δόκος]], <i>μηλο</i>-[[δόκος]]. | |mltxt=[[νεκροδόκος]], -ον (Α)<br />(για τον Άδη ή για νεκρική [[κλίνη]]) αυτός που δέχεται τους νεκρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερο</i>-[[δόκος]], <i>μηλο</i>-[[δόκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεκροδόκος:''' -ον, = [[νεκροδέγμων]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = νεκροδέγμων, receiving the dead, κλιντήρ AP7.634 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 237] = νεκροδέγμων, κλιντήρ, Antiphil. 35 (VII, 634).
Greek (Liddell-Scott)
νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, Ἀνθ. Π. 7. 634.
Greek Monolingual
νεκροδόκος, -ον (Α)
(για τον Άδη ή για νεκρική κλίνη) αυτός που δέχεται τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ιερο-δόκος, μηλο-δόκος.
Greek Monotonic
νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, σε Ανθ.