νεφρώδης: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
(27)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεφρώδης]], -ῶδες (Α) [[νεφρός]]<br />[[νεφροειδής]], με [[σχήμα]] νεφρού.
|mltxt=[[νεφρώδης]], -ῶδες (Α) [[νεφρός]]<br />[[νεφροειδής]], με [[σχήμα]] νεφρού.
}}
{{elru
|elrutext='''νεφρώδης:''' Arst. = [[νεφροειδής]].
}}
}}

Revision as of 13:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρώδης Medium diacritics: νεφρώδης Low diacritics: νεφρώδης Capitals: ΝΕΦΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nephrṓdēs Transliteration B: nephrōdēs Transliteration C: nefrodis Beta Code: nefrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = νεφροειδής, Arist.PA670b13.

Greek (Liddell-Scott)

νεφρώδης: -ες, = νεφροειδής, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 16.

Greek Monolingual

νεφρώδης, -ῶδες (Α) νεφρός
νεφροειδής, με σχήμα νεφρού.

Russian (Dvoretsky)

νεφρώδης: Arst. = νεφροειδής.