νηποινεί: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
(27)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηποινεί]] και νηποινί (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]], ατιμώρητα, [[ατιμωρητί]] («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν [[πόλεων]] [[νηποινεὶ]] ἀποκτείνειν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήποινος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i> / <i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αθε</i>-<i>εί</i>, <i>κληρωτ</i>-<i>ί</i>)].
|mltxt=[[νηποινεί]] και νηποινί (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]], ατιμώρητα, [[ατιμωρητί]] («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν [[πόλεων]] [[νηποινεὶ]] ἀποκτείνειν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήποινος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i> / <i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αθε</i>-<i>εί</i>, <i>κληρωτ</i>-<i>ί</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηποινεί:''' ή -ί, Επίρρ., Λατ. [[impune]], [[χωρίς]] [[τιμωρία]], [[ατιμωρητί]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηποινεί Medium diacritics: νηποινεί Low diacritics: νηποινεί Capitals: ΝΗΠΟΙΝΕΙ
Transliteration A: nēpoineí Transliteration B: nēpoinei Transliteration C: nipoinei Beta Code: nhpoinei/

English (LSJ)

Adv. of sq.,

   A with impunity, esp. in phrase νηποινεὶ τεθνάναι, SIG194.10 (Amphipolis, iv B.C.), Lexap.And.1.95, Lexap.D.23.60, cf. Pl.Lg.874c; ν. ἀποκτείνειν (v.l. νήποινα) X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

adv.
impunément.
Étymologie: νήποινος.

Greek Monolingual

νηποινεί και νηποινί (Α)
επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. -εί / ί (πρβλ. αθε-εί, κληρωτ-ί)].

Greek Monotonic

νηποινεί: ή -ί, Επίρρ., Λατ. impune, χωρίς τιμωρία, ατιμωρητί, σε Πλάτ.