νηπιώδης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(27)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νηπιώδης]], -ῶδες) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[νήπιο]], [[παιδιάστικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήπιο]], παιδιαριώδης, [[ανόητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[πρώτα]] του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει [[ακόμη]], [[καθυστερημένος]] («[[νηπιώδης]] [[βιομηχανία]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διακρίνεται για τη νηπιακή [[αθωότητα]] και αφέλειά του, [[αφελής]], [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νηπιωδῶς]] (ΑΜ)<br />με νηπιώδη τρόπο.
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νηπιώδης]], -ῶδες) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[νήπιο]], [[παιδιάστικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήπιο]], παιδιαριώδης, [[ανόητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[πρώτα]] του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει [[ακόμη]], [[καθυστερημένος]] («[[νηπιώδης]] [[βιομηχανία]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διακρίνεται για τη νηπιακή [[αθωότητα]] και αφέλειά του, [[αφελής]], [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νηπιωδῶς]] (ΑΜ)<br />με νηπιώδη τρόπο.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>nach Art unmündiger [[Kinder]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νηπιώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς νήπιον, παιδαριώδης, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, σ. 226D, κλ.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νηπιώδης, -ῶδες) νήπιος
1. αυτός που αρμόζει σε νήπιο, παιδιάστικος
2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, παιδιαριώδης, ανόητος
νεοελλ.
μτφ. αυτός που βρίσκεται στα πρώτα του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει ακόμη, καθυστερημένοςνηπιώδης βιομηχανία»)
μσν.
αυτός που διακρίνεται για τη νηπιακή αθωότητα και αφέλειά του, αφελής, ανόητος.
επίρρ...
νηπιωδῶς (ΑΜ)
με νηπιώδη τρόπο.

German (Pape)

ες, nach Art unmündiger Kinder, Sp.