νίφα: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νίφα]], τήν (Α)<br />(ποιητ. αιτ. του <i>νιψ</i>) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι [[νίφα]] λευκήν», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>νιφ</i>- του ρ. <i>νείφει</i> «χιονίζει»]. | |mltxt=[[νίφα]], τήν (Α)<br />(ποιητ. αιτ. του <i>νιψ</i>) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι [[νίφα]] λευκήν», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>νιφ</i>- του ρ. <i>νείφει</i> «χιονίζει»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νίφα:''' [ῐ], [[τήν]], [[χιόνι]], αιτ. από ονομ. <i>νίψ</i>, που δεν απαντά, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], τήν,
A snow, acc. from nom. νίψ, which is not found (cf. λίβα, λίπα), Hes.Op.535.
German (Pape)
[Seite 257] unregelmäßiger acc. sing. zu νιφάς, Schnee, wie von einem nom. νιψ Hes. O. 537.
Greek (Liddell-Scott)
νίφα: [ῐ], τήν, χιόνα, αἰτ. σχηματισθεῖσα ἐξ ὀνομ. νίψ, ἥτις δὲν εὑρίσκεται (πρβλ. λίβα, λίπα), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 533.
French (Bailly abrégé)
v. *νίψ.
Greek Monolingual
νίφα, τήν (Α)
(ποιητ. αιτ. του νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του ρ. νείφει «χιονίζει»].
Greek Monotonic
νίφα: [ῐ], τήν, χιόνι, αιτ. από ονομ. νίψ, που δεν απαντά, σε Ησίοδ.